φυτό
[fiˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- φυτό γιούκαYuccapalmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φυτό ελώνSumpfpflanzeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φυτό εσωτερικού χώρουZimmerpflanzeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples