„βλέπω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα βλέπω [ˈvlepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <είδα; ειδώθηκα; ιδωμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sehen, ansehen, betrachten, untersuchen sehen, ansehen βλέπω βλέπω betrachten βλέπω παρατηρώ βλέπω παρατηρώ untersuchen βλέπω γιατρός βλέπω γιατρός examples θα δούμε! mal sehen! θα δούμε! βλέποντας και κάνοντας abwarten und Tee trinken βλέποντας και κάνοντας βλέπω γύρω μου umherschauen βλέπω γύρω μου βλέπω ένα όνειρο einen Traum haben βλέπω ένα όνειρο βλέπω προς hinausgehen auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk βλέπω προς hide examplesshow examples