„όνειρο“: ουδέτερο όνειρο [ˈoniro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Traum Traumαρσενικό | Maskulinum, männlich m όνειρο όνειρο examples βλέπω ένα όνειρο einen Traum haben βλέπω ένα όνειρο όνειρα γλυκά! träum was Schönes!, träume süß! όνειρα γλυκά!