φως
[fos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; φωτός; πληθυντικός | Pluralpl; φώτα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lichtουδέτερο | Neutrum, sächlich nφωςφως
- Scheinαρσενικό | Maskulinum, männlich mφως λάμψηφως λάμψη
- Augenlichtουδέτερο | Neutrum, sächlich nφως των ματιώνφως των ματιών