„einwenden“: transitives Verb einwendentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έχω αντίρρηση, αντιτείνω έχω αντίρρηση (gegen σε, για) einwenden αντιτείνω einwenden einwenden