ζάχαρο
[ˈzaxaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, ζαχαροδιαβήτης [zaxaroðiaˈvitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zuckerkrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich fζάχαροζάχαρο