„αντίρρηση“: θηλυκό αντίρρηση [anˈdirisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einwand Einwandαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντίρρηση αντίρρηση examples έχω αντίρρηση einwenden έχω αντίρρηση έχεις αντίρρηση να …; ist es dir recht, wenn …?, hast du was dagegen, wenn, … έχεις αντίρρηση να …; δεν έχω αντίρρηση ich habe nichts dagegen δεν έχω αντίρρηση