„freihaben“: intransitives Verb freihabenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έχω ελεύθερο, έχω άδεια ρεπό έχω ελεύθερο, έχω άδειαoder | ή od ρεπό freihaben freihaben