„Starterlaubnis“: Femininum, weiblich StarterlaubnisFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άδεια απογείωσης, άδεια συμμετοχής άδειαFemininum, weiblich | θηλυκό f απογείωσης Starterlaubnis Luftfahrt | αεροπορίαFLUG Starterlaubnis Luftfahrt | αεροπορίαFLUG άδειαFemininum, weiblich | θηλυκό f συμμετοχής Starterlaubnis Sport | αθλητισμόςSPORT Starterlaubnis Sport | αθλητισμόςSPORT