Greek-German translation for "χορηγώ"

"χορηγώ" German translation

χορηγώ
[xoriˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • finanzieren, bezuschussen
    χορηγώ προσφέρω τα χρήματα
    χορηγώ προσφέρω τα χρήματα
  • erteilen (σε κάποιον jemandem)
    χορηγώ άδεια, πληροφορία
    χορηγώ άδεια, πληροφορία
  • gewähren
    χορηγώ άσυλο
    χορηγώ άσυλο
  • bewilligen
    χορηγώ δάνειο
    χορηγώ δάνειο
  • einräumen
    χορηγώ πίστωση, δικαιώματα
    χορηγώ πίστωση, δικαιώματα
  • ausstellen
    χορηγώ πιστοποιητικό
    χορηγώ πιστοποιητικό
  • stiften
    χορηγώ κάνω δωρεά
    χορηγώ κάνω δωρεά
  • sponsern
    χορηγώ για διαφημιστικούς σκοπούς
    χορηγώ για διαφημιστικούς σκοπούς
χορηγώ άδεια σε κάποιον
jemanden beurlauben
χορηγώ άδεια σε κάποιον
χορηγώ δάνειο
ein Darlehen gewähren
χορηγώ δάνειο
χορηγώ δάνειο
χορηγώ δάνειο

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: