χορηγώ
[xoriˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- finanzieren, bezuschussenχορηγώ προσφέρω τα χρήματαχορηγώ προσφέρω τα χρήματα
- erteilen (σε κάποιον jemandem)χορηγώ άδεια, πληροφορίαχορηγώ άδεια, πληροφορία
- gewährenχορηγώ άσυλοχορηγώ άσυλο
- bewilligenχορηγώ δάνειοχορηγώ δάνειο
- einräumenχορηγώ πίστωση, δικαιώματαχορηγώ πίστωση, δικαιώματα
- ausstellenχορηγώ πιστοποιητικόχορηγώ πιστοποιητικό
- stiftenχορηγώ κάνω δωρεάχορηγώ κάνω δωρεά
- sponsernχορηγώ για διαφημιστικούς σκοπούςχορηγώ για διαφημιστικούς σκοπούς