„Zulassung“: Femininum, weiblich ZulassungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άδεια λειτουργίας, άδεια κυκλοφορίας άδειαFemininum, weiblich | θηλυκό f λειτουργίας Zulassung Betrieb Zulassung Betrieb άδειαFemininum, weiblich | θηλυκό f κυκλοφορίας Zulassung Auto | αυτοκίνητοAUTO Zulassung Auto | αυτοκίνητοAUTO