Greek-German translation for "χ"

"χ" German translation

Χριστός
[xrisˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Christusαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Χριστός
    Χριστός
examples
  • μετά Χριστόν (μ. Χ.)
    nach Christus (n. Chr.)
    μετά Χριστόν (μ. Χ.)
  • προ Χριστού (π. Χ.)
    vor Christus (ρήμα | Verbv. Chr.)
    προ Χριστού (π. Χ.)
φτειάνω
[ˈftjiaxno]

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

πράγμα
[ˈpra(ɣ)ma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Dingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    πράγμα αντικείμενο
    πράγμα αντικείμενο
  • Sacheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    πράγμα κάτι
    πράγμα κάτι
  • Zeugουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    πράγμα πληθυντικός | Pluralplκαι | und κ. μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
    Kramαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    πράγμα πληθυντικός | Pluralplκαι | und κ. μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
    πράγμα πληθυντικός | Pluralplκαι | und κ. μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
examples
  • τι πράγματα είναι αυτά;και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    was sind das für Sachen?
    τι πράγματα είναι αυτά;και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • όπως και να ’χουν τα πράγματα
    wie dem auch sei
    όπως και να ’χουν τα πράγματα
ακτίνα
[akˈtina]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Strahlαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ακτίνα φυσ
    ακτίνα φυσ
  • (Licht-)Strahlαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ακτίνα φωτός
    ακτίνα φωτός
  • Radiusαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ακτίνα κύκλου
    Halbmesserαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ακτίνα κύκλου
    ακτίνα κύκλου
  • Speicheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ακτίνα ρόδας
    ακτίνα ρόδας
examples
  • ακτίνα δράσης
    Aktionsradiusαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ακτίνα δράσης
  • ακτίνα φωτός
    Lichtblickαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ακτίνα φωτός
  • ακτίνες απληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    Alphastrahlenπληθυντικός | Plural pl
    ακτίνες απληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
  • hide examplesshow examples
συσκευή
[siskjeˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Gerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    συσκευή
    Apparatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    συσκευή
    συσκευή
examples
  • συσκευή hands-free
    Freisprechanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
    συσκευή hands-free
  • συσκευή ακτίνων Χ
    Röntgenapparatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Röntgengerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    συσκευή ακτίνων Χ
  • συσκευή ανάγνωσης
    Lesegerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    συσκευή ανάγνωσης
  • hide examplesshow examples