„Strahl“: Maskulinum, männlich StrahlMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αχτίδα, ακτίνα αχτίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f Strahl Strahl ακτίναFemininum, weiblich | θηλυκό f Strahl auch | και, επίσηςa. Physik | φυσικήPHYS Strahl auch | και, επίσηςa. Physik | φυσικήPHYS