Lesegerät
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- συσκευήFemininum, weiblich | θηλυκό f ανάγνωσηςLesegerät Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTLesegerät Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT