„Inhaliergerät“: Neutrum, sächlich InhaliergerätNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συσκευή παροχής οξυγόνου συσκευήFemininum, weiblich | θηλυκό f παροχής οξυγόνου Inhaliergerät Inhaliergerät