Kram
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- dieser Termin passt mir nicht in den Kram umgangssprachlich | οικείοumgαυτή η ημερομηνία δεν με βολεύει καθόλου
-