„μυαλό“: ουδέτερο μυαλό [mjaˈlo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hirn, Verstand, Gehirn Hirnουδέτερο | Neutrum, sächlich n μυαλό εγκέφαλος Gehirnουδέτερο | Neutrum, sächlich n μυαλό εγκέφαλος μυαλό εγκέφαλος Verstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m μυαλό σύνεση, εξυπνάδα μυαλό σύνεση, εξυπνάδα examples βάζω μυαλό zur Vernunft kommen, Vernunft annehmen βάζω μυαλό βάζω μυαλό σε κάποιον jemanden zur Vernunft bringen βάζω μυαλό σε κάποιον τυπώνω κάτι καλά στο μυαλό μου sich etwas gut einprägen τυπώνω κάτι καλά στο μυαλό μου τα πολλά χρήματα του φούσκωσαν τα μυαλά οικείο | umgangssprachlichοικ das viele Geld ist ihm in den Kopf gestiegen τα πολλά χρήματα του φούσκωσαν τα μυαλά οικείο | umgangssprachlichοικ κολλάει το μυαλό μου οικείο | umgangssprachlichοικ eine Mattscheibe haben κολλάει το μυαλό μου οικείο | umgangssprachlichοικ hide examplesshow examples