αποξηραμένος
[apoksiraˈmenos], αποξηραμένη, αποξηραμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- luftgetrocknetαποξηραμένοςαποξηραμένος
examples
- αποξηραμένη καρύδαKokosflockenπληθυντικός | Plural pl
- αποξηραμένο κρέαςουδέτερο | Neutrum, sächlich nDörrfleischουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αποξηραμένο λουλούδιουδέτερο | Neutrum, sächlich nTrockenblumeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples