„Dörrfisch“: Maskulinum, männlich DörrfischMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποξηραμένο ψάρι αποξηραμένο ψάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Dörrfisch Dörrfisch