„Dörrobst“: Neutrum, sächlich DörrobstNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποξηραμένο φρούτο αποξηραμένο φρούτοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Dörrobst Dörrobst