φρούτο
[ˈfruto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fruchtθηλυκό | Femininum, weiblich fφρούτο καρπόςφρούτο καρπός
examples
- Obstkuchenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φρούτο του πάθουςMaracujaθηλυκό | Femininum, weiblich fPassionsfruchtθηλυκό | Femininum, weiblich f