„Dörrfleisch“: Neutrum, sächlich DörrfleischNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποξηραμένο κρέας αποξηραμένο κρέαςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Dörrfleisch Dörrfleisch