κρέας
[ˈkreas]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <-ατος; πληθυντικός | Pluralpl; -ατα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fleischουδέτερο | Neutrum, sächlich nκρέαςκρέας
examples
- κοκκινιστό κρέαςGulaschουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κρέας αλόγουPferdefleischουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κρέας αστακούHummerfleischουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples