ψάρι
[ˈpsari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fischαρσενικό | Maskulinum, männlich mψάριψάρι
examples
- ψάρι ενυδρείουZierfischαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ψάρι των γλυκών νερώνSüßwasserfischαρσενικό | Maskulinum, männlich m