„Trockenblume“: Femininum, weiblich TrockenblumeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποξηραμένο λουλούδι αποξηραμένο λουλούδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Trockenblume Trockenblume