επιτόπιος
[epiˈtopios], επιτόπια, επιτόπιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vor Ortεπιτόπιοςεπιτόπιος
examples
- επιτόπια υπηρεσίαθηλυκό | Femininum, weiblich fVor-Ort-Serviceαρσενικό | Maskulinum, männlich m