„διαπερατός“ διαπερατός [ðiaperaˈtos], διαπερατή, διαπερατόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) durchlässig durchlässig διαπερατός διαπερατός examples διαπερατός από φως lichtdurchlässig διαπερατός από φως