συσκευή
[siskjeˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- συσκευή hands-freeFreisprechanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συσκευή ακτίνων ΧRöntgenapparatαρσενικό | Maskulinum, männlich mRöntgengerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- συσκευή ανάγνωσηςLesegerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples