σιδηροδρομικός
[siðiroðromiˈkos], σιδηροδρομική, σιδηροδρομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- σιδηροδρομική γέφυραθηλυκό | Femininum, weiblich fEisenbahnbrückeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- σιδηροδρομική διάβασηθηλυκό | Femininum, weiblich fEisenbahnübergangαρσενικό | Maskulinum, männlich mBahnübergangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples