Greek-German translation for "κάρτα"

"κάρτα" German translation

κάρτα
[ˈkarta]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Karteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κάρτα γεν
    κάρτα γεν
  • Ansichtskarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κάρτα καρτ ποστάλ
    Postkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κάρτα καρτ ποστάλ
    κάρτα καρτ ποστάλ
  • Visitenkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κάρτα επισκεπτήριο
    κάρτα επισκεπτήριο
examples
  • ευχετήρια κάρτα
    Glückwunschkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ευχετήρια κάρτα
  • πιστωτική κάρτα
    Kreditkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    πιστωτική κάρτα
  • κάρτα αναπηρίας
    Behindertenausweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    κάρτα αναπηρίας
  • hide examplesshow examples
δημοσιογραφική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Presseausweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δημοσιογραφική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
προπληρωμένη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Geldkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
προπληρωμένη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
μαθητική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schülerausweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μαθητική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
προσκλητήρια κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Einladungskarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
προσκλητήρια κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f γραφικών
Grafikkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f γραφικών
προπληρωμένη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Prepaidkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
προπληρωμένη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
χριστουγεννιάτικη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Weihnachtskarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
χριστουγεννιάτικη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
δοκιμαστική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Testbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
δοκιμαστική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f επιβίβασης
Bordkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f επιβίβασης
σιδηροδρομική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
BahnCard®θηλυκό | Femininum, weiblich f
σιδηροδρομική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
έξυπνη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Chipkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
έξυπνη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
μητρική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Motherboardουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μητρική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
συλλυπητήρια κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beileidskarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
συλλυπητήρια κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: