κάρτα
[ˈkarta]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Karteθηλυκό | Femininum, weiblich fκάρτα γενκάρτα γεν
- Ansichtskarteθηλυκό | Femininum, weiblich fκάρτα καρτ ποστάλPostkarteθηλυκό | Femininum, weiblich fκάρτα καρτ ποστάλκάρτα καρτ ποστάλ
- Visitenkarteθηλυκό | Femininum, weiblich fκάρτα επισκεπτήριοκάρτα επισκεπτήριο
examples
- ευχετήρια κάρταGlückwunschkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πιστωτική κάρταKreditkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κάρτα αναπηρίαςBehindertenausweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples