„Bahngleis“: Neutrum, sächlich BahngleisNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σιδηροδρομική γραμμή σιδηροδρομική γραμμήFemininum, weiblich | θηλυκό f Bahngleis Bahngleis