διάβαση
[ðiˈavasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überquerungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάβαση από πάνωδιάβαση από πάνω
- Durchquerungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάβαση από μέσαδιάβαση από μέσα
- Durchgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάβαση για πεζούςδιάβαση για πεζούς
- Passαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάβαση ορεινήδιάβαση ορεινή
examples
- υπόγεια διάβασηUnterführungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ορεινή διάβασηPassstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διάβαση πεζώνFußgängerüberwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m