αναπληρωματικός
[anapliromatiˈkos], αναπληρωματική, αναπληρωματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- stellvertretendαναπληρωματικόςαναπληρωματικός
examples
- αναπληρωματική παίκτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | SportαθλReservespielerinθηλυκό | Femininum, weiblich fAuswechselspielerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αναπληρωματικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | SportαθλReservespielerαρσενικό | Maskulinum, männlich mAuswechselspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m