„πάω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα πάω [ˈpao]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <πας> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πάω → see „πηγαίνω“ πάω → see „πηγαίνω“