„άνεμος“: αρσενικό άνεμος [ˈanemos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wind Windαρσενικό | Maskulinum, männlich m άνεμος άνεμος examples πάω όπου φυσάει ο άνεμος den Mantel nach dem Wind hängen πάω όπου φυσάει ο άνεμος άνεμος ανώτερων στρωμάτων Höhenwindαρσενικό | Maskulinum, männlich m άνεμος ανώτερων στρωμάτων