μητρικός
[mitriˈkos], μητρική, μητρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mütterlich, Mutter-μητρικόςμητρικός
examples
- μητρική γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich fMutterspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μητρική εταιρείαθηλυκό | Femininum, weiblich fDachgesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fMuttergesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μητρική κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υMotherboardουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples