„φίλτρο“: ουδέτερο φίλτρο [ˈfiltro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Liebestrank Liebestrankαρσενικό | Maskulinum, männlich m φίλτρο μαγικό ποτό φίλτρο μαγικό ποτό examples μητρικό φίλτρο Mutterliebeθηλυκό | Femininum, weiblich f μητρικό φίλτρο
„φίλτρο“: ουδέτερο φίλτρο [ˈfiltro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Filter Filterαρσενικό | Maskulinum, männlich m φίλτρο φίλτρο examples φίλτρο UV UV-Filterαρσενικό | Maskulinum, männlich m φίλτρο UV φίλτρο αέρα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Luftfilterαρσενικό | Maskulinum, männlich m φίλτρο αέρα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ φίλτρο ανεπιθύμητης αλληλογραφίας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Spamfilterαρσενικό | Maskulinum, männlich m φίλτρο ανεπιθύμητης αλληλογραφίας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ φίλτρο λαδιού αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Ölfilterαρσενικό | Maskulinum, männlich m φίλτρο λαδιού αυτοκίνητο | Autoαυτοκ φίλτρο σωματιδίων αυτοκίνητο | Autoαυτοκ Rußfilterαρσενικό | Maskulinum, männlich m Rußpartikelfilterαρσενικό | Maskulinum, männlich m φίλτρο σωματιδίων αυτοκίνητο | Autoαυτοκ hide examplesshow examples