γλώσσα
[ˈɣlosa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zungeθηλυκό | Femininum, weiblich fγλώσσα στο στόμαγλώσσα στο στόμα
- Spracheθηλυκό | Femininum, weiblich fγλώσσα που μιλάμεγλώσσα που μιλάμε
- Seezungeθηλυκό | Femininum, weiblich fγλώσσα ψάριγλώσσα ψάρι
- Lascheθηλυκό | Femininum, weiblich fγλώσσα στο παπούτσιγλώσσα στο παπούτσι
examples
- μητρική γλώσσαMutterspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ξένη γλώσσαFremdspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νοηματική γλώσσαGebärdenspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples