ετοιμότητα
[etiˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Einsatz-)Bereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fετοιμότηταAlarmbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fετοιμότηταετοιμότητα
- Schlagfertigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fετοιμότητα σε ομιλίαετοιμότητα σε ομιλία
examples
- σε ετοιμότηταauf Abruf
- ετοιμότητα απογείωσηςFlugbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ετοιμότητα για μάχηGefechtsbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fKampfbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f