„λόγια“: πληθυντικός ουδετέρου λόγια [ˈloja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Worte, Liedtext, Text Worteπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl λόγια λόγια Liedtextαρσενικό | Maskulinum, männlich m λόγια τραγουδιού Textαρσενικό | Maskulinum, männlich m λόγια τραγουδιού λόγια τραγουδιού examples με άλλα λόγια mit anderen Worten με άλλα λόγια με λίγα λόγια kurz gesagt, kurzum με λίγα λόγια λέω μεγάλα λόγια οικείο | umgangssprachlichοικ den Mund (zu) voll nehmen λέω μεγάλα λόγια οικείο | umgangssprachlichοικ λόγια γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f Hochspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f λόγια γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich f λόγια του κόσμου Gemunkelουδέτερο | Neutrum, sächlich n λόγια του κόσμου hide examplesshow examples