Gemunkel
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- λόγιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl του κόσμου, φήμεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplGemunkelGemunkel