κύκλος
[ˈkjiklos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kreisαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύκλος σχήμα μαθηματικά | Mathematikμαθκύκλος σχήμα μαθηματικά | Mathematikμαθ
- Zirkelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύκλοςκύκλος
- Kreisbahnθηλυκό | Femininum, weiblich fκύκλος κυκλική πορείακύκλος κυκλική πορεία
- Kreisαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύκλος περιβάλλον μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκύκλος περιβάλλον μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Zyklusαρσενικό | Maskulinum, männlich mκύκλος ιατρική | Medizinιατρκύκλος ιατρική | Medizinιατρ
- Augenringeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplκύκλος πληθυντικός | Pluralpl στα μάτιακύκλος πληθυντικός | Pluralpl στα μάτια
examples
- οικογενειακός κύκλοςFamilienkreisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κύκλος μαθημάτωνKursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Ferienkursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples