φαύλος
[ˈfavlos], φαύλη, φαύλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verdorbenφαύλοςφαύλος
examples
- φαύλος κύκλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mTeufelskreisαρσενικό | Maskulinum, männlich m