„Großfamilie“: Femininum, weiblich GroßfamilieFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ευρύτερος οικογενειακός κύκλος ευρύτερος οικογενειακός κύκλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Großfamilie Großfamilie