„κόκκινος“ κόκκινος [ˈkokjinos], κόκκινη, κόκκινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) rot rot κόκκινος και | undκ. πολιτική | Politikπολιτ κόκκινος και | undκ. πολιτική | Politikπολιτ examples κόκκινα αβγάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Ostereierπληθυντικός | Plural pl κόκκινα αβγάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl κόκκινο λάχανοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Rotkrautουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκινο λάχανοουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκινο μολύβιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Rotstiftαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόκκινο μολύβιουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκινο σκαθάριουδέτερο | Neutrum, sächlich n Feuerkäferαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόκκινο σκαθάριουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκινο φίλτροουδέτερο | Neutrum, sächlich n φωτογραφία | Fotografieφωτο Rotfilterαρσενικό | Maskulinum, männlich m κόκκινο φίλτροουδέτερο | Neutrum, sächlich n φωτογραφία | Fotografieφωτο hide examplesshow examples