μολύβι
[moˈlivi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bleistiftαρσενικό | Maskulinum, männlich mμολύβιμολύβι
examples
-
- μολύβι φρυδιώνAugenbrauenstiftαρσενικό | Maskulinum, männlich m