„Rotfilter“: Maskulinum, männlich RotfilterMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κόκκινο φίλτρο κόκκινο φίλτροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Rotfilter Fotografie | φωτογραφίαFOTO Rotfilter Fotografie | φωτογραφίαFOTO