„κόκκινο“: ουδέτερο κόκκινο [ˈkokjino]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rot Rotουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκινο κόκκινο examples περνάω με κόκκινο bei Rot über die Ampel fahren περνάω με κόκκινο