λάχανο
[ˈlaxano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- λάχαναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplGemüseουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- λάχανο σαβόιWirsingαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- λάχανο τουρσίSauerkrautουδέτερο | Neutrum, sächlich n