„κατάλληλος“ κατάλληλος [kaˈtalilos], κατάλληλη, κατάλληλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geeignet, passend, richtig, tauglich, recht geeignet, richtig κατάλληλος κατάλληλος passend κατάλληλος ταιριαστός κατάλληλος ταιριαστός tauglich κατάλληλος ικανός κατάλληλος ικανός recht κατάλληλος ώρα, χρόνος κατάλληλος ώρα, χρόνος examples είμαι κατάλληλος sich eignen (για für) είμαι κατάλληλος κατάλληλο άτομοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Richtige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f κατάλληλο άτομοουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατάλληλο για το είδος artgerecht κατάλληλο για το είδος κατάλληλος για οδική κίνηση verkehrstüchtig κατάλληλος για οδική κίνηση κατάλληλος για παιδιά kindgerecht κατάλληλος για παιδιά κατάλληλος για πλυντήριο πιάτων spülmaschinenfest κατάλληλος για πλυντήριο πιάτων κατάλληλος προς χρήση einsatzfähig κατάλληλος προς χρήση hide examplesshow examples